ασίγαστος

ασίγαστος
-η, -ο [σιγάζω]
1. ο ασίγητος
2. μτφ. ο ανήσυχος
3. ο αδιάκοπος, ο ακατάπαυστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ασίγαστος — ασίγαστος, η, ο και ασίγητος, η, ο και ασιγάλιαστος, η, ο επίρρ. α ασώπαστος, ακαταπράυντος: Τον είχε κυριέψει ένα ασίγαστο πάθος για μάθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσβηστος — η, ο 1. εκείνος που δεν έσβησε ή δεν μπορεί να σβήσει: Μ όλες τις προσπάθειές τους η φωτιά έμενε άσβηστη. 2. ακατάπαυτος, συνεχής, ασίγαστος: Είχε μιαν άσβηστη δίψα για μάθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”